παρασχηματίσας

παρασχηματίσας
παρασχηματίσᾱς , παρασχηματίζω
change from the true form
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρασχηματίζω — Α 1. (ενεργ. και μεσ.) μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, αλλοιώνω το πραγματικό και γνήσιο σχήμα κάποιου («ὁ βασιλεύς... θεὸς ἐν ἀνθρώποις παρεσχημάτισται», Διοτογ. στον Στοβ.) 2. γραμμ. (ενεργ. και μεσ.) σχηματίζω μια λέξη από άλλη λέξη με μικρή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”